- χρεών
- και χρειών και ιων. τ. χρεόν, τὸ, Α1. το δέον, το πρέπον, το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το μαντείοβ) το καθορισμένο από τη μοίρα, το πεπρωμένογ) σπαν. ό,τι συμφέρει ή ό,τι είναι σωστό2. (με σημ. επιρρ.) με δίκαιο τρόπο, δικαίως3. φρ. «χρεὼν ἐστί» — είναι αναγκαίο, επιβάλλεται από τη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ουδ. μτχ. ο οποίος έχει προέλθει από τη φρ. χρεὼ ὄν (βλ. λ. χρεώ, για τον σχηματισμό βλ. λ. χρή) και χρησιμοποιήθηκε απόλυτα στον λόγο (πρβλ. προσήκον, μτχ. τού ρ. προσήκω*). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. χρεών έχει προέλθει από το ουσ. χρεώ*, κατά τα δέο-ν, προσῆκο-ν].
Dictionary of Greek. 2013.